κρυόμπλαστρο

κρυόμπλαστρο
το
1. κρύο έμπλαστρο
2. μτφ. άτομο που υστερεί σε ελκυστικότητα ως προς την εμφάνιση, τους τρόπους ή την έκφραση, κρύος, αντιπαθητικός, ανιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος + έμπλαστρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”